- σιμαρούβα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 10 περίπου είδη αειθαλλών δένδρων και θάμνων τής τροπικής Αμερικής, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σιμαρουβίδες τής τάξης ρουτώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. simarouba < simaruba, λ. τής γλώσσας τής Γαλλ. Γουιάνας].
Dictionary of Greek. 2013.